κλοποσπορία

κλοποσπορία
κλοποσπορία, ἡ (Μ)
1. σύλληψη από παράνομη συνουσία
2. η κρυφή ή παράνομη συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλοπή + -σπορία (< -σπορος < σπόρος), πρβλ. ιδιο-σπορία, φυτο-σπορία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”